2009-02-26

Προσωπικά δεδομένα και δικαίωμα στην πληροφορία και την ελεύθερη πρόσβαση


Σύνταγμα

Άρθρο 5 - (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία)

1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.
3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
**4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει.

**5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.

Ερμηνευτική δήλωση: Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 5Α – Πρόσβαση στην πληροφόρηση

1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.

Τα παραπάνω άρθρα έρχονται σε σύγκρουση με τα ακόλουθα:
Άρθρο 9 – Ιδιωτική ζωή

1. Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
2. Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει.

Άρθρο 9Α – Προσωπικά δεδομένα

Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.

Ξεκίνησα την ανάρτηση παραθέτοντας τα άρθρα του Συντάγματος που σχετίζονται με το θέμα προκειμένου να αποτελέσουν την αφορμή για μια συζήτηση ή τουλάχιστον μια πειστική εισαγωγή.
Πολύ συχνά οι βιβλιοθήκες μπαίνουν στη διαδικασία να κρατούν στατιστικά στοιχεία προκειμένου να οδηγηθούν σε συμπεράσματα που σχετίζονται με την οργάνωση και διαχείρηση της συλλογής τους καθώς και την λειτουργία και τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων τους. Είναι απόλυτα κατανοητό το να θέλει μια βιβλιοθήκη να γνωρίζει το είδος της κοινότητάς της, τις ηλικίες και το μορφωτικό επίπεδο του κοινού στο οποίο απευθύνεται αλλά είναι πολύ σημαντικό κατά τη συγκέντρωση και επεξεργασία τους να μην παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των χρηστών.
Συνήθως τα στατιστικά που τηρούνται είναι πιο εύκολο να ελέγχουν ποσοτικά και όχι ποιοτικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, το να σημειώνεται σε καθημερινή βάση ο αριθμός των επισκεπτών είναι κάτι εύκολο. Το να δει, όμως, κανείς, το μορφωτικό επίπεδο ή τις ηλικιακές ομάδες των χρηστών είναι πιο δύσκολο καθώς πρέπει να ερωτηθούν οι ίδιοι. Αυτό μπορεί να γίνεται είτε άμεσα είτε με κάποιο ερωτηματολόγιο. Οι βιβλιοθήκες, όμως, δεν έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αυτά τα στοιχεία από τους χρήστες. Μπορούν να τα αποκτήσουν μόνο με την άδεια των ίδιων. Αυτό που είναι εντελώς παράλογο να συμβεί και που πρακτικά δεν έχει κάποιο αντίκρυσμα είναι να ζητώνται τα στοιχεία ταυτότητας του χρήστη. Ο νόμος, επιτρέπει στους φορείς του δημοσίου να τηρούν στοιχεία του κοινού μόνο προκειμένου να διαφυλάξουν την περιουσία τους. Με άλλα λόγια, αν εγώ επισκεφθώ μια βιβλιοθήκη και καθίσω στο αναγνωστήριό της με το laptop μου ή πάρω ένα βιβλίο να το διαβάσω, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μου ζητήσει τα στοιχεία μου. Αν, όμως, θελήσω να δανειστώ κάποιο μέρος του υλικού της ή να κάνω χρήση κάποιας υπηρεσίας της που σχετίζεται με περιουσιακό στοιχείο (π.χ. πρόσβαση σε κάποια συνδρομητική βάση όπου ενέχεται ο φόβος για κακή από μέρος μου χρήση), τότε ορθά η κάθε βιβλιοθήκη μπορεί να μου ζητήσει κάποια στοιχεία ταυτότητάς μου. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, προκειμένου να προστατευθούν τα προσωπικά μου δεδομένα, σε κάποια βάση ή να τεθούν στη διάθεση τρίτων αντίκειται στις διατάξεις του νόμου. Μπορούν δηλαδή να αξιοποιηθούν τα δημογραφικά στοιχεία όχι όμως τα στοιχεία ταυτότητας.
Ένα ερώτημα που προκύπτει και μπορεί να προβληματίσει είναι το πώς αντιμετωπίζεται μια περίπτωση όπου κάποιος έχει την υποψία ότι χρήστης της βιβλιοθήκης διαπράττει κάποιο αδίκημα (οποιουδήποτε τύπου). Αν, λόγου χάρη, κάποιος αναγνώστης χάσει προσωπικά αντικείμενα και έχει βάσιμες υποψίες για την ενοχή άλλου χρήστη. Σε αυτή την περίπτωση, ο βιβλιοθηκονόμος που πιθανόν γνωρίζει την ταυτότητα του δεύτερου χρήστη, τι κάνει; Δεν πρόκειται για την προστασία της περιουσίας του φορέα άρα δεν υπόκειται στην εξαίρεση του δικαιώματος για την διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων. Άρα, δεν υπάρχει μέσω αυτής κάλυψη. Νομίζω πως το ασφαλέστερο είναι ο πρώτος χρήστης να κινήσει διαδικασία έρευνας με την ανάμιξη των αστυνομικών αρχών. Αν προκύψει εισαγγελική εντολή της άρσης του απορρίτου των συγκεκριμένων στοιχείων, τότε η βιβλιοθήκη θα είναι υποχρεωμένη να δώσει τα στοιχεία.
Η τελευταία παράγραφος δεν αποτελεί επίσημη νομική άποψη, είναι όμως αυτό που μου προτάθηκε σε περίπτωση που βρέθηκα στη θέση του θύματος και μάλιστα όταν εγώ ήμουν η βιβλιοθηκονόμος που είχε στα χέρια της τα στοιχεία του θύτη. Επειδή, όμως, πάντα υπάρχει η περίπτωση της αμφιβολίας, οι αρχές με απέτρεψαν από το να καταθέσω μήνυση κατά του συγκεκριμένου υπόπτου. Οφείλω εδώ να το τεκμηριώσω γιατί μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις που δεν περνάνε εύκολα απ' το μυαλό μας. Αν κατατεθεί μήνυση κατά του Χ ο οποίος όταν εμφανίστηκε χωρίς κάρτα μέλους δήλωσε ότι είναι το μέλος Ψ και η ταυτότητα που δήλωσε δεν ήταν η πραγματική του (πράγμα πολύ πιθανό αν σκεφτεί κανείς πως στη συνέχεια διέπραξε ποινικό αδίκημα), τότε, ο Ψ που θα κληθεί στο τμήμα ως ο φερόμενος ως ύποπτος για την διάπραξη του αδικήματος, εάν αποδειχθεί σε κατ' αντιπαράσταση ανάκριση πως δεν ταυτίζεται με τον Χ, έχει δικαίωμα να καταθέσει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, και να καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα κατά του "θύματος" του ποινικού αδικήματος. Έτσι, το θύμα, βρίσκεται σε μια θέση τύπου "εκεί που μας χρωστάγανε μας πήραν και το βόδι" και μπορεί να μπλεχτεί σε μια διαδικασία χρονοβόρα και επίπονη και πιθανόν πολύ περισσότερο επιζήμια απ' ότι απεδείχθη το αρχικό εις βάρος του αδίκημα.
Σε γενικές γραμμές, για να ανακεφαλαιώσουμε, ο σεβασμός των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, είτε αυτό αφορά προσωπικά στοιχεία είτε την σύνδεση των στοιχείων αυτών με τις πληροφορίες που ζητά από τη βιβλιοθήκη, είναι σημαντικός και πρέπει να είναι απαράβατος, πλην ελαχίστων και πολύ συγκεκριμένων εξαιρέσεων και μάλιστα κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: